- ἀποκλειούσας
- ἀποκλειούσᾱς , ἀποκλείωshut off frompres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἀποκλειούσᾱς , ἀποκλείωshut off frompres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.